ἑρμηνευτικῶν

ἑρμηνευτικῶν
ἑρμηνευτικός
of
fem gen pl
ἑρμηνευτικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως …   Dictionary of Greek

  • αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • παλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γλώσσα Πάλι («παλική γλώσσα») 2. φρ. «παλική φιλολογία» το σύνολο τών κανονικών κειμένων και ερμηνευτικών σχολίων που γράφηκαν στην γλώσσα Πάλι, γλώσσα τής ιερής φιλολογίας τού βουδισμού Θεραβάντα …   Dictionary of Greek

  • σχολιασμός — ο, Ν [σχολιάζω] 1. σύνταξη ερμηνευτικών ή άλλων σχολίων 2. υπομνηματισμός κειμένου …   Dictionary of Greek

  • ταλμούδ — Έργο στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος της μεταβιβλικής εβραϊκής παράδοσης. Αναπτύχθηκε από τον 3o έως τον 7o αι. με απαρχή έναν κώδικα πολιτικού και θρησκευτικού δικαίου, τη Μισνά (Εβραίοι, λογοτεχνία). Τα άρθρα του κώδικα… …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματισμός — ο / ὑπομνηματισμός, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, ομαι] νεοελλ. μσν. συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων σε κείμενα, σχολιασμός αρχ. 1. γραπτό σημείωμα, υπόμνημα 2. κάθε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται κάτι 3. γραπτή απόφαση βασιλιά 4. γραπτή απόφαση τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • υπομνηματιστής — ο / ὑπομνηματιστής, ΝΜΑ [ὑπομνηματίζω, ομαι] συντάκτης ερμηνευτικών σημειώσεων, σχολιαστής μσν. αρχ. στενογράφος αρχ. 1. αυτός που δηλώνει κάτι δημοσίως 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπόμνημα λέγων» …   Dictionary of Greek

  • Ελισαίος μπεν Γαβριήλ — (16oς αι.). Εβραίος κληρικός, προϊστάμενος συναγωγής και συγγραφέας διαφόρων ερμηνευτικών έργων. Είναι γνωστός και με το όνομα Γκαλίκο. Στα έργα του συγκαταλέγονται υπομνήματα στο βιβλίο της Εσθήρ, σχόλια στον Εκκλησιαστή και ερμηνεία στο Άσμα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”